- ἥμεθα
- ἧμαιes-perf ind mid 1st plἧμαιes-plup ind mid 1st plκάθημαιto be seatedimperf ind mid 1st plκάθημαιto be seatedpres ind mid 1st pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἥμεθ' — ἥμεθα , ἧμαι es perf ind mid 1st pl ἥμεθα , ἧμαι es plup ind mid 1st pl ἥμεθα , κάθημαι to be seated imperf ind mid 1st pl ἥμεθα , κάθημαι to be seated pres ind mid 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πονώ — πονῶ, έω, ΝΜΑ, πονάω Ν [πόνος] 1. αισθάνομαι σωματικό άλγος, έχω πόνους («μού πονάει το στομάχι») 2. θλίβομαι, λυπάμαι, υποφέρω ψυχικά («πόσον δοκεῖς πονοῡσιν, Ἔρως, ὅσους σὺ βάλλεις», Ανακρεόντ.) 3. προξενώ θλίψη, κάνω κάποιον να λυπηθεί («μέ… … Dictionary of Greek